αἰγίβοσκος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek (Liddell-Scott)

αἰγίβοσκος: γῆ, «ἡ ἐπιτηδεία αἶγας βόσκειν», Ζωναρ.

Spanish (DGE)

-ον que apacienta cabras γῆ Zonar.s.u. αἰγίβολος.