αἰζηνεκές
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek (Liddell-Scott)
αἰζηνεκές: «διηνεκές, αἰώνιον», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
διηνεκές, αἰώνιον Hsch.
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
αἰζηνεκές: «διηνεκές, αἰώνιον», Ἡσύχ.
διηνεκές, αἰώνιον Hsch.