αἱμοστατικός

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοστατικός: -ή, -όν, ὁ σταματῶν τὸ αἷμα, Ἀλ. Τραλλ. 7. 296.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
medic. hemostático, bueno para detener la sangre Alex.Trall.2.199.18.