αὐτοφονευτής

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοφονευτής: -οῦ, ὁ, = αὐτοφόντης, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ asesino de Pilato ἑαυτοῦ Eus.HE 2.7.