τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
οόποιος έχει κάποιο στρατιωτικό αξίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + -φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Δημήτρ. Πανταζή].