βαρβαρότητα

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

η (Μ βαρβαρότης)
η ιδιότητα του βαρβάρου
νεοελλ.
συμπεριφορά ή ενέργεια που αρμόζει σε βαρβάρους.