βιαιοτέρως

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek (Liddell-Scott)

βιαιοτέρως: Γαλην. τ. 17, μέρ. 1, σ. 119, ἔκδ. Kuhn. - Ἰω. Λυδ. π. διοσημ. σ. 64, Hase. – βιαιοτάτως, Τζέτζ. Ἀλληγ. εἰς Ἰλ. Σ. 436.