βλέχνο Search Google

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496

Greek Monolingual

και βλήχο, το (Α βλῆχνον)
η φτέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. (Νεοελλ.) βλέχνο, βλήχο < αρχ. βλήχνον, λ. άγνωστης ετυμολ.].