βουνήσιος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που κατοικεί σε βουνό ή προέρχεται απ' αυτό.