γαρνίρισμα
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Greek Monolingual
το γαρνίρω
1. πρόσθετη διακόσμηση φορεμάτων, επίπλων, φαγητών κ.λπ.
2. διάνθηση του λόγου με πρόσθετα στοιχεία.