γραντί

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

το
1. το χοντρό σκοινί το οποίο ράβεται γύρω από τα πανιά τών σκαφών για να μη σκίζονται από τον αέρα
2. φρ. α) «κάτω γραντί» — το χοντρό σκοινί με τα μολύβια με το οποίο αρματώνεται το κάτω μέρος του σάκου της τράτας
β) «πάνω γραντί» — το ψιλό σκοινί με τους φελλούς στο πάνω μέρος του σάκου της τράτας.