δαμασκήνωση

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

η
η τέχνη του να προσαρμόζει κανείς σύρματα ή ελάσματα χρυσού σε σιδερένια ή χαλύβδινα αντικείμενα.