δασύτρωγλος

English (LSJ)

δασύτρωγλον, = δασύπρωκτος (with a hairy behind, with shaggy anus), AP12.41 (Mel.).

Spanish (DGE)

(δᾰσύτρωγλος) -ον
de culo velludo δασυτρώγλων δὲ πίεσμα λασταύρων AP 12.41 (Mel.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύτρωγλος -ον [δασύς, τρώγλη] obsc. met een harige reet.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύτρωγλος: с мохнатым задом Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δασύτρωγλος: -ον, = δασύπρωκτος, Ἀνθ. Π. 12. 41.

Greek Monolingual

δασύτρωγλος, -ον (Α)
ο δασύπρωκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + τρώγλη «οπή, τρύπα»].