δεινοποιώ

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

Greek Monolingual

δεινοποιῶ (-έω) (Α)
εξογκώνω τα πράγματα, τά παρουσιάζω πιο φοβερά απ' ό,τι είναι.