δειπνοποιός

English (LSJ)

ὁ, dinner-preparer, caterer, Arist.MM 1206a27.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que prepara la cena, cocinero Arist.MM 1206a27, Heph.Astr.3.36.2, IG 12(1).579 (Rodas).

German (Pape)

die Mahlzeit bereitend.

Russian (Dvoretsky)

δειπνοποιός:устроитель обеда Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνοποιός: ὁ, ὁ παρέχων δεῖπνον, ἑστιῶν, Ἀριστ. Μ. Ἠθ. 2. 7, 30.

Greek Monolingual

δειπνοποιός, ο (Α)
αυτός που έχει αναλάβει την ετοιμασία του δείπνου.