δερματοειδής

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που μοιάζει στην εμφάνιση ή την υφή με δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].