διεξοχετεύω

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

Spanish (DGE)

desviar τάφρον ... διεξοχετεύουσαν ... τὸ καταφερόμενον ... ὕδωρ ἐπὶ τὸ χείμαρρον ... ῥεῖθρον Sitz.Wien.265.1969.8.9 (Lidia I d.C.).