διοξείδιο

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

και (ορθότερον) διοξίδιο, το
χαρακτηρισμός που αναφέρεται στα όξινα οξείδια που το μόριο τους περιέχει δύο (2) άτομα οξυγόνου (π.χ. CO2, διοξείδιο του άνθρακα κ.ά.).