δράγα
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Greek Monolingual
και δράγγα και ντράγγα, η
1. βυθοκόρος
2. γαγγάμη, στρειδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. drague < (αγγ.) drag «σέρνω»].