δυσγνώριστος
English (LSJ)
δυσγνώριστον, hard to recognize, Gal.7.804, al., Poll.5.150. Adv. δυσγνωρίστως ib.160.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de reconocer ref. al pulso, Gal.7.303, 804, 8.797, γράμματα Poll.5.150.
2 adv. -ως de manera difícilmente reconocible Poll.5.160.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu erkennen, Poll. 5, 150.
Greek (Liddell-Scott)
δυσγνώριστος: -ον, ὃν δυσκόλως ἀναγνωρίζει τις, Πολυδ. Ε΄, 150. -Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 160.