δυσδιόριστος

English (LSJ)

δυσδιόριστον, hard to delimit, ἀπ' ἀλλήλων S.E.M.5.74; hard to distinguish, φαντασία ib.7.416.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de delimitar c. gen. o ἀπό y gen. δ. ... τὸ κατὰ σμικρολογίαν πραττόμενον τοῦ κατ' οἰκονομίαν Gal.5.55, ἀπ' ἀλλήλων ... αἱ τῶν ζῳδίων μοῖραι de las partes del Zodíaco, S.E.M.5.74
difícil de distinguir φαντασία S.E.M.7.416, ἡ κρίσις (τῶν παθῶν) Gal.15.451, ἔχει ... τι δ. ἐν ἀρχῇ τὰ πάθη Gal.8.384.
2 difícil de definir τὰ λεγόμενα Them.in de An.29.24, λόγος Phlp.in de An.387.13.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu definiren, Sext. Emp. adv. math. 7, 416.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιόριστος: -ον, δυσκόλως ὁριζόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 74.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιόριστος: с трудом отграничиваемый (τινος и ἀπ᾽ ἀλλήλων Sext.).