δυσεκπόρευτος

English (LSJ)

δυσεκπόρευτον, hard to get out of, πύλαι Ph.Bel.79.25; τέλμα J.AJ13.2.4.

Spanish (DGE)

-ον
del que es difícil salir πύλαι Ph.Mech.79.25, τέλμα βαθύ I.AI 13.60.

German (Pape)

[Seite 678] wo schwer herauszukommen ist, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεκπόρευτος: -ον, ἐξ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἐξέλθῃ τις ἢ σωθῇ, Ἰώσηπ. Α. Ι. 13. 2, 4.