δύνηαι

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. sbj. épq. de δύναμαι.

Greek Monotonic

δύνηαι: Επικ. αντί δύνῃ, βʹ ενικ. υποτ. του δύναμαι.

Russian (Dvoretsky)

δύνηαι: эп. = δύνῃ II.