εθνίτης

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ἐθνίτης, ο (Α) έθνος
(για πρόσ.) ο ομοεθνής.