ελέπολις

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

ἑλέπολις (AM) (Α και ἑλέπτολις, η)
1. μεγάλη πολιορκητική μηχανή σε σχήμα ξύλινου πύργου
2. (ως επίθ. για την Ελένη) αυτή που κυριεύει, καταστρέφει πόλεις.