ελαστίνη
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek Monolingual
και ελαστικίνη, η
πρωτεΐνη που απαντά στους ελαστικούς και συνδετικούς ιστούς τών διάφορων ζώων.