ελλεβορώδης

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

ἐλλεβορώδης -ες (Μ)
πικρός και καυστικός σαν τον ελλέβορο.