ενάερος

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνάερος, -ον)
εναέριος
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, που δεν διακρίνεται.
επίρρ...
ενάερα και ανάερα
εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα.