εννεασύλλαβος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐννεασύλλαβος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από εννέα συλλαβές
2. το αρσ. ως ουσ. ο εννεασύλλαβος
στίχος που αποτελείται από εννέα συλλαβές
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐννεασύλλαβον (ενν. μέτρον)
το σαπφικό μέτρο (δίμετρο υπερκατάληκτο).