ερίθηλος

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source

Greek Monolingual

ἐρίθηλος, -ον (Α)
ο εριθηλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του εριθηλής].