ερίθυλος

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek Monolingual

ἐρίθυλος, ὁ (Α)
ο ερίθακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίθακος].