ερασίπτερος
From LSJ
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
Greek Monolingual
ἐρασίπτερος, -ον (Α)
αυτός που έχει εράσμια, πολύ ωραία φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος].
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
ἐρασίπτερος, -ον (Α)
αυτός που έχει εράσμια, πολύ ωραία φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος].