εριηχής

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

Greek Monolingual

ἐριηχής, -ές
αυτός που ηχεί δυνατά, ο ερίγδουπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -ηχής (< ήχος)].