εριθεύς

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

ἐριθεύς, ὁ (Α)
ο ερίθακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίθακος].