ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
-η, -ο (AM έρυθροπρόσωπος, -ον)αυτός που έχει ερυθρό πρόσωπο, ο κοκκινοπρόσωπος.