ετυμηγορώ

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

ἐτυμηγορῶ -έω, (Α) ετυμηγόρος
1. λέω την αλήθεια
2. ετυμολογώ, παράγω («ἐτυμηγορῶ ἀπὸ αἰτίας ὄvoμα», Πρόκλ.).