ευίδρως

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311

Greek Monolingual

εὐίδρως, εὔιδρον και εὐίδρωτος, -ον (Α)
αυτός που ιδρώνει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιδρώς].