εύθρους

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

εὔθρους, εὔθρουν και ἐΰθροος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά ή καλά («εὔθροα τύμπανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρους].