εύνησος

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459

Greek Monolingual

εὔνησος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία νησιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νήσος].