εύοφρυς

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

Greek Monolingual

εὔοφρυς, -υ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία φρύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφρύς «φρύδι»].