εἰσκαθίζω

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκαθίζω: βάλλω νὰ καθίσῃ, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 570.

Spanish (DGE)

hacer sentar ἕτερόν τινα τῶν ὁμοδούλων μεθ' ἑαυτοῦ εἰσκαθίσας Chrys.M.49.410.