ἤ εἰργνύω (=ἐμποδίζω τήν εἴσοδο). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό εἵργνυμι, ὅπου δές. Παράγωγο: ἄερκτος (=ἄφρακτος).