εὐεργῶς

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source

Russian (Dvoretsky)

εὐεργῶς: пригодно, полезно: εὐ. ἔχειν πρός τι Arst. годиться для чего-л.