εὐκίων

English (LSJ)

[ῑ], ον, gen. ονος, with beautiful pillars, αὐλαί E.Ion185 (lyr.), cf. AP7.648.7 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux belles colonnes.
Étymologie: εὖ, κίων¹.

German (Pape)

[ῑ], ονος, mit schönen Säulen, αὐλαὶ θεῶν Eur. Ion 186; νηός Byz. an. 4 (IX.697).

Russian (Dvoretsky)

εὐκίων: 2, gen. ονος (ῑ) украшенный красивыми колоннами (αὐλαί Eur.; νηός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκίων: ῑ, ον, ἔχων καλοὺς κίονας, εὐκίονες αὐλαὶ θεῶν Εὐρ. Ἴων 185, Ἀνθ. Π. 7. 648, 7, κλ.

Greek Monotonic

εὐκίων: [ῑ], -ον, αυτός που έχει εύσχημους κίονες, σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

with beautiful pillars, Eur., Anth.