εὐχρηματέω

English (LSJ)

to be wealthy, Poll.3.109,6.196.

German (Pape)

[Seite 1110] Vermögen haben, Poll. 3, 109.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχρημᾰτέω: εἶμαι εὐχρήματος, Πολυδ. Γ΄, 109, Ϛ΄. 196: - εὐχρημᾰτία, ἡ πλοῦτος, ὁ αὐτ. Ϛ΄. 196. - εὐχρημάτιστος, ον, πολυχρήματος, Πρόκλ.· εὐχρήματος, ον, πλούσιος, Πολυδ. Γ΄. 109.