ζίγκος

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Greek Monolingual

ο
βλ. τσίγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τσίγκος].