ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
ζίκαια: τά, (= δίκαια), Ἐπιγρ. Ὀλυμπ. Arch. Ztg. 1879, σ. 47, καὶ 1880, σ. 66.