Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζουλάπι

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430

Greek Monolingual

και ζ'λάπι, το (Μ ζουλάπι[ν])
νεοελλ.
1. άγριο ζώο, ιδίως ο λύκος
2. (υβριστ. για πρόσ.) βλάκας, χαζός
μσν.
φαρμακευτικό αφέψημα.