ημίκακος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ἡμίκακος, -ον (Α)
εν μέρει κακός, φαύλος.
επίρρ...
ἡμικάκως (Α)
με ημίκακο τρόπο, με φαύλο τρόπο.