ημίσκουτον

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

ἡμίσκουτον, τὸ (Α)
μισή σκούτα, μισή ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σκούτα (< λατ. scutum «ασπίδα»)].